ΤΡΙΤΗ 29 ΜΑΪΟΥ 1453 :" ΕΑΛΩ Η ΠΟΛΙΣ "
........Το δέ τήν πόλιν σοί δοῦναι οὔτ' ἐμόν ἐστί οὔτ' ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ· κοινή γάρ γνώμη πᾶντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καί οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν»
ΑΣ ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ ΛΙΓΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΡΑΜΑΤΙΚΟ ΑΥΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΑΣ ΜΗΠΩΣ ΔΙΔΑΧΘΟΥΜΕ ΚΑΤΙ ΚΑΙ ΑΦΥΠΝΗΣΘΟΥΜΕ ΚΑΙ "ΕΛΘΩΜΕΝ ΕΙΣ ΕΑΥΤΟΝ".....................:
Η τελευταία δημηγορία του Παλαιολόγου και ο Βαρβερινός Ελληνικός Κώδιξ ΙΙΙ (1)
Γεωργίου Θ. Ζώρα, Ευχαριστήριον, Τιμητικός Τόμος Αμίλκα Σ. Αλιβιζάτου, Αθήναι 1958, σελ. 102-117
Η μοίρα της Βασιλίδος των πόλεων προ πολλού είχεν ήδη κριθή και μετ'
αυτής η μοίρα της αυτοκρατορίας ολοκλήρου. Μακροί εξωτε- ρικοί πόλεμοι
και εξαντλητικαί εσωτερικαί έριδες είχον οδηγήσει το κράτος εις την
παρακμήν και την κατάπτωσιν. Η από πολλού αρξαμένη εξασθέ- νησις έβαινε
συνεχώς εντεινόμενη, η δε άλλοτε κραταιά και υπερήφανος Πόλις, καθώς
λέγει ό Ποιητής, καρτέραγε τον Τούρκο να την πάρη (2) .
Αι τελευταίαι στιγμαί είχον σημάνει. Οί
πολιορκούμενοι, χριστιανοί διαθέτοντες ελαχίστας στρατιωτικάς δυνάμεις
και περιωρισμένα πολεμικά μέσα, ηπατημένοι και εγκαταλελειμμένοι από
συμμάχους, φίλους και ομοθρήσκους αφ' ενός και αφ' έτερου οι
πολιορκούντες, φανατικοί και θρησκόληπτοι μουσουλμάνοι, τους οποίους η
ελπίς ευχερούς αποκτήσεως αφθόνων και σημαντικών λαφύρων, καθίστα
ιδιαιτέρως επιθετικούς, ίσταντο αντιμέτωποι. Απειλητικοί και
εξηγριωμένοι οι τελευταίοι, αξιοπρεπείς και καρτερικώς ήρεμοι οι πρώτοι.
«Ελεύθεροι πολιορκημένοι», αναμένοντες από στιγμής εις στιγμήν την
τραγικήν λύσιν, διετήρουν ακόμη την αποφασιστικότητα εκείνην και την
υπερηφάνειαν, την οποίαν παρείχεν η συνείδησις της μακράς ενδόξου
παραδόσεως και της βαθείας ειλικρινούς πίστεως, ήτις εθέρμαινε τας
καρδίας αυτών.
Αι θεαματικαί επιδείξεις του εχθρού δεν
ελύγισαν το ηθικόν των και αι επανειλημμένα, τρομακτικαί επιθέσεις δεν
εμείωσαν την ψυχικήν αντοχήν των.
Δεν έλειψαν βεβαίως μεμψιμοιρίαι, αδυναμίαι,
αντιδράσεις. Υπήρχον οι «μηδίζοντες», παρασυρόμενοι από προσωπικά
συμφέροντα ή και ιδεολογικάς πεποιθήσεις· υπήρχον οι θεωρούντες άσκοπον
τον αγώνα και οι διακηρύττοντες ότι «κρειττότερόν ἐστιν ἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκων ἤ καλύπτραν λατινικήν» (3) υ πήρχον,
τέλος, οι εθιζόμενοι εις «τό δρᾶμα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ κράτους τῆς
Ὀρθοδοξίας ὑπό τήν προστασίαν ἀλλοδόξου δυνάστου» (4). Τοιαύτα φαινόμενα
όμως είναι συνήθη κατά τας στιγμάς των τραγικών καμπών της ιστορίας των
λαών, οφειλόμενα ουχί σπανίως εις την πνευματικήν κόπωσιν ή την
αναζήτησιν νέων μεγάλων λεωφόρων εθνικής πορείας.
Όμως οι πολλοί, το πλήθος των πιστών
παρέμεινε προσκεκολλημένον στερρώς εις την εθνικήν ιδέαν, έτοιμον να
αγωνισθή και να πέση ενδόξως εν τη ελπίδι, ότι το αίμα, με το όποιον θα
έρραινε την τραγικήν γην, θα απετέλει τον καλύτερον σπόρον, ίνα βλάστηση
βραδύτερον το νέον δένδρον της ελευθερίας. «Οἱ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι
μάχονται ἐπί τῶν ἠρειπωμένων ἐπάλξεων, ἔχουν συνείδησιν τῆς σημασίας καί
τοῦ ἀγῶνος καί τῆς θυσίας των. Γνωρίζουν ὅτι τό Βυζάντιον θά πέσῃ, ἀλλ'
ὅτι ἡ τελευταῖα του ὥρα δέν δύναται νά εἶναι παρά φωτεινή. Γνωρίζουν
ὅτι ἡ εὐγενής καί ἄσκοπος θυσία των - εὐγενεστέρα ακριβώς, διότι εἶναι ἄσκοπος - ἀ ποτελεῖ
χρέος ἀπαράβατον πρός τόν ὄγκον τοῦ παρελθόντος. Γνωρίζουν ὅτι,
γράφοντες τήν ἡρωϊκήν τελευταίαν σελίδα, δημιουργούν τάς προϋποθέσεις
καί τά σύμβολα τῆς ἀναγεννήσεως. Ἡ ἀνθρωπίνη ἱστορία εἶναι ἡ ἱστορία
ὡρισμένων στιγμῶν. Ἀπό αὐτάς ἐξαρτᾶται πολλάκις ἡ μακρά πορεία τῶν
αἰώνων. Καί ἡ ὑπέρτατη θυσία τοῦ Κωνσταντίνου τοῦ ΙΑ' καί τῶν περί αὐτόν
ἀγωνιστῶν κατηύθυνε πράγματι τῶν αἰώνων τάς τύχας» (5) .
Μεταξύ των τελευταίων υπερασπιστών της
βυζαντινής ιδέας δεσπόζει άκαμπτος και ευγενής η μορφή του αυτοκράτορος
Κωνσταντίνου του ΙΑ' του Παλαιολόγου, όστις επέπρωτο, δια της
απαραμίλλου αυταπαρνήσεως και του μαρτυρικού θανάτου του, να προσδώση
εις την θνήσκουσαν μετ' αυτού αυτοκρατορίαν το φωτοστέφανον της
τιμής και της δόξης. Καλύτερον παντός άλλου γνώστης της πραγματικής
καταστάσεως του κράτους, των ολιγάριθμων στρατιωτικών δυνάμεων του, των
εσωτερικών πολιτικών και θρησκευτικών αντιθέσεων του λαού του, της
πλήρους εγκαταλείψεως υπό της Δύσεως, προχωρεί ακλόνητος και σταθερός
εις την οδόν του μαρτυρίου. Τίποτε δεν ηδυνήθη να μεταβάλη τας
πεποιθήσεις και τας αποφάσεις του.
Επανειλημμένως απεπειράθη ο Μωάμεθ να κάμψη
την τόλμην του αυτοκράτορος, απειλών αυτόν ότι θα καταλάβη την πόλιν,
ότι θα καταστρέψη εκ θεμελίων ταύτην, ότι θα λεηλατήση και θα αφανίση τα
πάντα· εις ουδέν ίσχυσαν αι απειλαί του. Ουδέ εστέφθησαν υπό
μεγαλυτέρας επιτυχίας δελεαστικαί προσφοραί, ίνα, αντί της ειρηνικής
παραδόσεως της πρωτευούσης, σεβασθή το υπόλοιπον τμήμα της
αυτοκρατορίας, επιτρέψη εις τον αυτοκράτορα και τους λοιπούς άρχοντας
έντιμον αναχώρησιν με πλήρη διατήρησιν περιουσιών και άλλων αγαθών. Η
απάντησις υπήρξε πάντοτε στερεοτύπως η αυτή.
Ακόμη κατά τας παραμονάς της μεγάλης
επιθέσεως, την 22αν Μαΐου 1453, ο Πορθητής καταβάλλει υστάτην
προσπάθειαν, όπως πείση τον αυτοκράτορα να παραδώση τήν Πόλιν. Η
απάντησις - όπως την διέσωσεν ο ιστορικός της αλώσεως Δούκας-είναι, ως
κατά το παρελθόν, σαφής και κατηγορηματική:
«Ἀπαρτίσας οὖν τά πάντα, ὡς αὐτῷ ἐδόκει
καλώς, ἔπεμψεν ἔνδον λέγων τῷ βασιλεῖ: <Γίνωσκε τά τοῦ πολέμου ἤδη
ἀπηρτίσθαι, καί καιρός ἐστίν ἀπό τοῦ νῦν πρᾶξαί τό ἐνθυμηθέν πρό πολλοῦ
παρ' ἡμῖν νῦν, τήν δέ ἔκβασιν τοῦ σκοποῦ τῷ θεῷ ἀφίεμεν. Τί λέγεις;
Βούλει καταλείπειν τήν πόλιν, καί ἀπελθεῖν ἔνθα καί βούλει μετά καί τῶν
σῶν ἀρχόντων καί τῶν ὑπαρχόντων αὐτοῖς, καταλιπών τόν δῆμον ἀζήμιον
εἶναι καί παρ' ἡμῶν καί παρά σοῦ, ἤ ἀντιστῆναι, καί σύν τῇ ζωή καί τά
ὑπάρχοντα ἀπολέσεις, σύ τε καί οἱ μετά σοῦ, ὁ δε δήμος αἰχμαλωτισθείς
παρά τῶν Τούρκων διασπαρῶσιν ἐν πάσῃ τῇ γῇ>·Ὁ βασιλεύς δέ ἀπεκρίνατο
σύν τῇ συγκλήτῳ: <Εἰ μέν βούλει, καθώς καί οἱ πατέρες σου ἔζησαν,
εἰρηνικῶς σύν ἡμῖν συνζῆσαι καί σύ, τῷ θεῷ χάρις. Ἐκεῖνοι γάρ τούς ἐμούς
γονεῖς ὡς πατέρας ἐλόγιζον καί οὕτως ἐτίμων, τήν δέ πόλιν ταύτην ώς πατρίδα.
Καί γάρ ἐν καιρῷ περιστάσεως ἅπαντες ἐντός ταύτης εἰσιόντες ἐσώθησαν,
καί οὐδεις ὁ ἀντισταίνων ἐμακροβίῳ. Ἔχε δέ καί τά παρ' ἡμῖν ἁρπαχθέντα
ἀδίκως κάστρα καί γῆν ὡς δίκαια, καί ἀπόκοψον καί τούς φόρους τόσους
ὅσους κατά τήν ἡμετέραν δύναμιν κατ' ἔτος τοῦ δοῦναί σοι, καί ἄπελθε ἐν
εἰρήνῃ. Τί γάρ οἶδας εἰ θαρρών κερδᾶναι εὑρεθῇς κερδανθείς; Το δέ τήν
πόλιν σοί δοῦναι οὔτ' ἐμόν ἐστί οὔτ' ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ·
κοινή γάρ γνώμη πᾶντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καί οὐ φεισόμεθα τῆς
ζωῆς ἡμῶν» (6).
Ο Κωνσταντίνος γνωρίζει τας
συνεπείας της απαντήσεως του. Ο μέγας βεζίρης Χαλίλ πασάς, φίλος του
αυτοκράτορος και των Ελλήνων, ειδοποιεί κρυφίως, ότι εσήμανεν η μεγάλη
στιγμή. Η γενική επίθεσις κατά της Βασιλευούσης έχει αποφασισθή. Μετ'
ολίγας ημέρας, μετ' ολίγας ώρας η Πόλις θα τεθή υπό σκληράν δοκιμασίαν.
Ο αυτοκράτωρ συγκεντρώνει πάσας αυτού τας
ελπίδας εις τον Θεόν. Δια να ενισχύση το φρόνημα των πιστών και τονώση
την ψυχικήν αντίστασιν των πολεμιστών διατάσσει να οργανωθούν κοιναί
προσευχαί και δημόσιαι λιτανείαι. Την Δευτέραν, 28ην Μαΐου, παραμονήν
της αλώσεως, πλήθη γερόντων και νέων, ανδρών και γυναικών, έχοντα επί
κεφαλής τους αρχιερείς των, περιοδεύουν την πόλιν, ψάλλοντα θρησκευτικά
τροπάρια και ανακράζοντα εκ βάθους καρδίας τό «Κύριε ἐλέησον» (7). Ο
αυτοκράτωρ γνωρίζει την απήχησιν τοιούτων εκδηλώσεων. Η οργάνωσις
προσευχών και λιτανειών απετέλει, κατά την εποχήν εκείνην, κοινήν
συνήθειαν εις το Βυζάντιον, είναι δε γνωστόν, ότι πολλάκις, και δη και
εις στιγμάς κινδύνων ή άλλων αντίξοων περιστάσεων, οι πιστοί περιέφερον
εις διαφόρους πόλεις-προηγουμένων των Ιερέων- τα άγια λείψανα και τας
αγίας εικόνας, ψάλλοντες ταυτοχρόνως συγκινητικούς ύμνους και προσευχάς.
Τούτο εγένετο και κατά τας τελευταίας τραγικάς ώρας της αυτοκρατορίας.
Οι κάτοικοι της Κωνσταντινουπόλεως έφεραν έως εις τα τείχη τας αγίας
εικόνας και την σεπτήν Οδηγήτριαν, την τοσάκις θαυματουργήσασαν και εξ
ασφαλούς καταστροφής σώσασαν την Πόλιν. «Μετά κλαυθμοῦ - γράφει ο Σφραντζής-ἀ λλήλους ἀνεθαρρύνοντο ἵνα ἀνδρείως ἀντισταθῶσι τοῖς ἐναντίοις ἐπί τῇ ὥρα τῆς συμπλοκῆς» (8) , ο δε Λεονάρδος ο Χίος προσθέτει, ότι: «Πλήρεις
θαυμασμοῦ ἐπι τῷ θρησκευτικῷ ζήλῳ τῶν πολεμίων, ἱκετεύομεν τόν Θεόν διά
θερμῶν δακρύων, περιφέροντες ἐν λιτανείᾳ ἀνά τήν πόλιν καί κατά μήκος
τοῦ τείχους τάς ἁγίας εἰκόνας, ἅς συνώδευεν ἄπειρον πλῆθος ἀνδρῶν καί
γυναικῶν γνμνοπόδων. Ἱκετεύομεν αὐτόν μετ' ἀγωνίας νά μή ἐπιτρέψῃ τήν
καταστροφήν τῶν τέκνων αὐτοῦ, νά εὐδοκήσῃ, ὅπως ἐκτείνῃ τήν θείαν δεξιάν
χάριν τῶν ἐκλεκτῶν αὐτοῦ ἐν τῇ φρικτή ἐκείνῃ πάλει καί ἀποδείξῃ οὕτως,
ὅτι ἦτο ὁ μόνος ἀληθῆς θεός, ὁ δυνάμενος ν' ἀγωνισθῇ χάριν τῶν ἑαυτοῦ
καί ὅτι δέν ὑπάρχει ἄλλος πλήν αὐτοῦ. Διό ἀναθέτοντες εἰς αὐτόν ἁπάσας
ἡμῶν τάς ἐλπίδας καί κατά τοῦτον τόν τρόπον μεγάλως ἐνισχυόμενοι
ἀνεμένομεν μετά πεποιθήσεως τήν ἡμέραν τήν ὡρισμένην χάριν τοῦ τελικοῦ
ἀγῶνος» (9). Ως πα ρατηρεί ο Πέαρς: «Θα ήτο σφάλμα μέγα να
νομίση τις, ότι, επειδή αι λιτανείαι και η πίστις προς τα άγια λείψανα
ξενίζουν εις τον νεώτερον τρόπον του σκέπτεσθαι, δεν ενεπνέοντο αι
εκδηλώσεις αύται υπό πραγματικού χριστιανικού αισθήματος ή ότι ήσαν
άσκοποι. Ενεθάρρυνον τους μαχητάς να δεικνύωνται θαρραλεώτεροι και
ενέπνεον ελπίδας εις τους αόπλους, ότι ο Θεός ήτο μετ' αυτών. Κατά την
λιτανείαν ταύτην ο κλήρος όλος μετά κατανύξεως ικέτευε τον Παντοδύναμον ό πως
μη επιτρέψη την καταστροφήν της κληρονομίας του, όπως βοηθήσω τον
πιστόν λαόν προς σωτηρίαν του και όπως απόδειξη ούτος, ότι Αυτός είναι ο
μόνος Θεός, ο υπερασπίζων τους Χριστιανούς κατά των Μουσουλμάνων. Ούτως
αφού ανέθεσαν εις Αυτόν όλας τας ελπίδας των, ανέμενον μετά θάρρους την
κρίσιμον στιγμήν» (10) .
Εις τοιαύτην ψυχολογικήν κατάστασιν, ο
Κωνσταντίνος διησθάνθη ότι και ο προσωπικός λόγος αυτού θα συνετέλει
μεγάλως εις την τόνωσιν των αμυνομένων. Η ανάγκη ύστατης επικοινωνίας
ήτο ζωηρά και εις τον βασιλέα και εις τους υπηκόους· η ανάγκη ψυχικής
επαφής ήτο εξ ίσου απαραίτητος εις τον αρχηγόν και τους πολεμιστάς του.
Την εσπέραν της ιδίας ημέρας, μας πληροφορεί ο Σφραντζής (11) , ο
αυτοκράτωρ συνήγαγεν όλους τους άρχοντας και αρχηγούς του στρατού,
Έλληνας και ξένους, ως και τους αγωνιστάς και τον υπόλοιπον λαόν, και
προς αυτούς απηύθυνε την τελευταίαν δημηγορίαν του, καλών εις τον υπέρ
πάντων ύστατον αγώνα.
Τί ακριβώς είπεν ο άγιος εκείνος ανήρ δεν
γνωρίζομεν, ούτε και είναι δυνατόν να μάθωμεν ποτέ. Οι εις τον
Κωνσταντίνον τον Παλαιολόγον αποδιδόμενοι λόγοι οφείλονται εις
ιστορικούς, οίτινες αναμφιβόλως διετύπωσαν τούτους εκ των υστέρων και ως
ηδυνήθησαν να συγκρατήσουν καλύτερον αυτούς. Σοβαροί και καλώς
πληροφορημένοι περί των κατά την άλωσιν ιστορικοί ουδέν σχετικόν
αναφέρουν, αλλά και άλλαι πηγαί αποσιωπούν τελείως το γεγονός. Ο
ιστορικός της οθωμανικής αυτοκρατορίας Χάμμερ παρατηρεί, ότι αμφότεροι
οι αρχηγοί των δύο παρατάξεων πρέπει να ωμίλησαν κατά τας προηγηθείσας
της επιθέσεως στιγμάς, φρονεί όμως ότι οι ιστορικοί ήλλοίωσαν εν μέρει
την πραγματικότητα. «Δύοντος ηλίου -γράφει - της 28 του
μηνός, ημέρα Δευτέρα, άπαν το τουρκικόν στρατόπεδον ην έτοιμον προς
έφοδον, η δε κραυγή λάιλαχ ιλλαλλάχ εκ του στρατοπέδου τούτου και το
Κύριε ελέησον εκ της πόλεως ανεμιγνύοντο μετά της κλαγγής των όπλων και
του ήχου των σαλπίγγων, ως ο πάταγος των κυμάτων θαλάσσης λίαν
τραχυνομένης. Ό τε σουλτάνος και ο αυτοκράτωρ ηγόρευσαν προς τους
στρατηγούς αυτών, ουχί όμως δια μακρών, ως αναφέρουσιν οι Βυζαντινοί» (12).
Η γνώμη του Χάμμερ είναι πολύ πιθανή. Εις
στιγμάς τόσον κρίσιμους, καθ' ας ο αυτοκράτωρ είχε πολλά να προετοιμάση,
οι δε αρχηγοί ήσαν υποχρεωμένοι να λάβουν εσπευσμένως τα τελευταία
αναγκαία δια την άμυναν μέτρα, ούτε χρόνος αλλ' ούτε και διάθεσις υπήρχε
δια μακρούς λόγους. Ο αυτοκράτωρ θα περιωρίσθη κυρίως να υπόδειξη το
χρέος έναντι της ιστορίας δια την μέχρις υστάτων θυσίαν και την ανάγκην
ομονοίας και στενής συνεργασίας. «Η σκηνή - γράφει ο Σλουμβερζέ-υ πήρξεν
εξαιρέτως επιβλητική εν τοιαύταις ούτω φρικτώς τραγικαίς περιστάσεσιν.
’παντες οι γενναίοι εκείνοι οι ήδη βέβαιοι περί τον θανάτον, έτοιμοι να
θυσιάσωσι την ζωήν αυτών υπέρ του ευγενέστατου των αγώνων, ηκροώντο
ευλαβώς των φλογερών λόγων του πολυφιλήτου αυτών ηγέτου, όστις έμελλε να
συμμερισθή την φρικώδη αυτών τύχην. Περιεσώθησαν δ' εις ημάς δύο
διατυπώσεις του λόγου του αύτοκράτορος, μία μεν μακρότατη παρά τω
Φραντζή, τω θεράποντι και φίλῳ του ατυχούς εκείνου ηγεμόνος, άλλη δε
πολύ βραχυτέρα παρά τω Λατίνῳ αρχιεπισκόπῳ Μυτιλήνης Λεονάρδῳ. Οι άνδρες
ούτοι παρέστησαν βεβαίως αμφότεροι εις την συνέλευσιν εκείνην. Δυνάμεθα
δε να θεωρήσωμεν την σχεδόν ταυτόσημον νπ' αυτών περίληψιν του
αυτοκρατορικού λόγου ως ειλικρινή, καίτοι εις τα νεώτερα ημών πνεύματα
φαίνεται ως ομιλία καλογηρική πολύ μάλλον ή ως λόγος βασιλέως και
στρατιωτικού αρχηγού. Αλλά πρέπει να έχομεν νπ' όψιν τόν τε τόπον και
τον χρόνον» (13) .
Εκτενέστερος
άλλα και πολιτικώτερος εις τήν διατύπωσιν του αυτοκρατορικού λόγου
είναι ο πιστός σύμβουλος και συμπολεμιστής του Κωνσταντίνου ιστορικός
της αλώσεως Γεώργιος Σφραντζής, του οποίου η οικογένεια υπηρετεί ήδη από
μακρού εις την αυλήν των Παλαιολόγων. Ούτος ως έξης παραδίδει τους
λόγους του κυρίου του:
«Ὁμοίως δε καί ὁ βασιλεύς τῇ αὐτῇ ὀδυνηρά
ἑσπέρα τῆς Δευτέρας συνάξας πάντας τούς ἐν τέλει ἄρχοντας καί
ἀρχόμενους, δημάρχους καί ἑκατοντάρχους καί ἑτέρους προκρίτους
στρατιώτας ταῦτα ἔφη: <Ὑμεῖς μέν, εὐγενέστατοι ἄρχοντες και
έκλαμποότατοι δήμαρχοι και στρατηγοί και γενναιότατοι συστρατιῶται καί
πᾶς ὁ πιστός καί τίμιος λαός, καλῶς οἴδατε ὅτι ἔφθασεν ἡ ὥρα
καί ὁ ἐχθρός τῆς πίστεωςἡμῶν βούλεται ἵνα μετά πάσης τέχνης καί μηχανῆς
ἱσχνροτέρως στενοχωρήσῃ ἡμᾶς, καί πόλεμον σφοδρόν μετά συμπλοκῆς μεγάλης
καί σνρρήξεως ἐκ τῆς χέρσου καί θαλάσσης δώσι ἡμῖν μετά πάσης
δυνάμεως, ἵνα, εἰ δυνατόν, ὡς ὄφις τόν ἰόν ἐκχύσῃ καί ὡς λέων ἀνήμερος
καταπίει ἡμᾶς. [Βιάζεται] διά τοῦτο λέγω καί παρακαλῶ ὑμᾶς ἵνα στῆτε
ἀνδρείως καί μετά γ ενναίας ψυχῆς, ὡς πάντοτε ἕως τοῦ νῦν
ἐποιήσατε, κατά τῶν ἐχθρῶν τῆς πίστεως ἡμῶν. Παραδίδωμι δέ ὑμῖν τήν
ἐκλαμπροτάτην καί περίφημον ταύτην πόλιν καί πατρίδα ἡμῶν καί
βασιλεύουσαν τῶν πόλεων. Καλώς οὖν οἴδατε, ἀδελφοί, ὅτι διά τέσσαρα τίνα
ὀφειλέται, κοινῶς ἐσμέν πάντες ἵνα προτιμήσωμεν ἀποθανεῖν μᾶλλον ἤ ζῆν,
πρῶτον μέν ὑπέρ τῆς πίστεως ἡμῶν καί εὐσέβειας, δεύτερον δέ ὑπέρ τῆς
πατρίδος, τρίτον δε ὑπέρ τοῦ βασιλέως ὡς χριστοῦ κυρίου, καί τέταρτον
ὑπέρ συγγενών καί φίλων. Λοιπόν, ἀδελφοί, ἐάν χρεῶσταί ἐσμεν ὑπέρ ἑνός
ἐκ τῶν τεσσάρων ἀγωνίζεσθαι ἕως θανάτου, πολλῷ μᾶλλον ὑπέρ πάντων τούτων
ἡμεῖς, ὥς βλέπετε προφανῶς, καί ἐκ πάντων μέλλομεν ζημιωθῆναι. Ἐάν διά
τά ἐμά πλημμελήματα παραχώρησῃ ὁ θεός τήν νίκην τοῖς ἀσεβέσιν, ὑπέρ τῆς
πίστεως ἡμῶν τῆς ἁγίας, ἥν Χριστός ἐν τῷ οἰκείῳ αἵματι ἡμῖν ἐδωρήσατο,
κινδυνεύομεν ὅ ἐστί κεφάλαιον πάντων. Καί ἐάν τόν κόσμον ὅλον κερδήσῃ
τις καί τήν ψυχήν ζημιωθῇ, τί τό ὄφελος; Δεύτερον πατρίδα περίφημον
τοιούτως ὑστερούμεθα καί τήν ἐλενθερίαν ἡμῶν. Τρίτον βασιλείαν τήν ποτέ
μεν περιφανῇ νῦν δε τεταπεινωμένην και ὠνειδισμένην καί ἐξουθενημένην
ἀπωλέσαμεν, καί ὑπό τόν τύραννον καί ἀσεβοῦς ἄρχεται. Τέταρτον δε καί
φιλτάτων τέκνων καί συμβίων καί συγγενῶν ὑστερούμεθα. Αὐτός δε ὁ ἀ λιτήριος
ὁ ἀμηρᾶς πεντήκοντα καί ἑπτά ἡμέρας ἄγει σήμερον ἀφ' οὗ ἡμᾶς ἐλθών
ἀπέκλεισεν καί μετά πάσης μηχανῆς καί ἱσχύος καθ' ἡμέραν τε καί νύκτα
οὐκ ἐπαύσατο πολιορκῶν ἡμᾶς· καί χάριτι τοῦ παντεπόπτου Χριστοῦ
κυρίου ἡμῶν ἐκ τῶν τειχῶν μετά αἰσχύνης ἄχρι τοῦ νῦν πολλάκις κακῶς
ἀπεπέμφθη. Τά νῦν δε πάλιν, ἀδελφοί, μή δειλιάσητε, ἐάν καί τεῖχος
μερόθεν ὀλίγον ἐκ τῶν κρότων καί τῶν πτωμάτων τῶν ἑλεπόλεων ἔπεσε,
διότι, ὡς ὑμεῖς θεωρεῖτε, κατά τό δυνατόν ἐδιωρθώσαμεν πάλιν αυτό. Ἡμεῖς
πᾶσαν τήν ἐλπίδα εἰς τήν ἄμαχον δόξαν τοῦ θεοῦ ἀνεθέμεθα, οὖτοι ἐν
ἅρμασι καί οὖτοι ἐν ἵπποις καί δυνάμει καί πλήθει, ἡμεῖς δε ἐν ὀνόματι
κυρίου τοῦ θεοῦ καί σωτῆρος ἡμῶν πεποίθαμεν, δεύτερον δε καί ἐν ταῖς
ἡμετέραις χερσί καί ρωμαλεότητι, ἥν ἐδωρήσατο ἡμῖν ἡ θεία δύναμις.
Γνωρίζω δε ὅτι αὕτη ἡ μυριαρίθμητος ἀγέλη τῶν ἀσεβῶν, καθῶς ἡ αὐτῶν
συνήθεια, ἐλεύσονται καθ' ἡμῶν μετά βαναύσου καί ἐπηρμένης ὀφρύος καί
θάρσονς πολλοῦ καί βίας, ἵνα διά τήν ὀλιγότητα ἡμῶν θλίψωσι καί ἐκ τοῦ
κόπου στενοχωρήσωσι, καί μετά φωνῶν μεγάλων καί ἀλαλαγμῶν ἀναρίθμητων,
ἵνα ἡμᾶς φοβήσωσι. Τάς τοιαύτας αὐτῶν φλυαρίας καλώς οἴδατε, καί οὐ χρή
λέγειν περί τούτων. Καί ὥρᾳ ὀλίγοι ταῦτα ποιήσωσι, καί ἀναρίθμητους
πέτρας καί ἑτερα βέλη καί ἑλεβολίσκους ὡσεί ἄμμον θαλασσῶν ἄνωθεν ἡμῶν
πτήσουσι· δι' ὧν ἐλπίζω γάρ, οὐ βλάψωσι, διότι ὑμᾶς θεωρῶ καί λίαν
ἀγάλλομαι καί τοιαύταις ἐλπίσι τόν λογισμόν τρέφομαι, ὅτι εἰ
καί ὀλίγοι πάνυ ἐσμέν, ἀλλά πάντες ἐπιδέξιοι καί ἐπιτήδειοι ρωμαλέοι τε
καί ἱσχυροί καί μεγαλήτορες καί καλῶς προπαρασκευασμένοι ὑπάρχετε. Ταῖς
ἀσπίσιν ὑμών καλῶς τήν κεφαλήν σκέπεσθε ἐπι τῇ συμπλοκῇ καί συρρήξει. Ἡ
δεξιά ὑμῶν ἡ τήν ρομφαίαν ἔχουσα μακρά ἔστω πάντοτε. Αἱ περικεφαλαίαι
ὑμῶν καί οἱ θώρακες καί οἱ σιδηροῖ ἱματισμοί λίαν εἰσίν ικανοί ἅμα καί
τοῖς λοιποῖς ὅπλοις, καί ἐν τῇ συμπλοκῇ ἔσονται πάνυ ὠφέλιμα· ἅ οἱ
ἐνάντιοι οὐ χρῶνται, ἀλλ' οὔτε κέκτηνται. Καί ὑμεῖς ἔσωθεν τῶν τειχῶν
ὑπάρχετε σκεπόμενοι, οἱ δέ ἀσκεπεῖς μετά κόπου ἄρχονται. Διό, ὦ
συστρατιῶται, γίνεσθε ἔτοιμοι καί στερεοί καί μεγαλόψυχοι διά τούς
οἰκτιρμούς τοῦ θεοῦ. Μιμηθῆτε τούς ποτέ τῶν Καρχηδονίων ὀλίγους
ἐλέφαντας, πῶς τοσοῦτον πλῆθος ἵππων 'Ρωμαίων τῇ φωνῇ καί θέα ἔδιωξαν
καί ἐάν ζῶον ἄλογον ἐδίωξε, πόσον μᾶλλον ἡμεῖς οἱ τῶν ζώων καί ἀλόγων
ὑπάρχοντες κύριοι, καί οἱ καθ' ἡμῶν ἐρχόμενοι ἵνα παράταξιν μεθ' ἡμῶν
ποιήσωσιν, ὡς ζῶα ἄλογα, καί χείρονές εἰσιν. Αἱ πέλται ὑμῶν καί ρομφαῖαι
καί τά τόξα καί ἀκόντια πρός αὐτούς πεμπέτωσαν παρ' ὑμῶν. Καί οὕτως
λογίσθητε ὡς ἐπί ἀγρίων χοίρων πληθύν κυνήγιον, ἵνα γνώσωσιν οἱ ἀσεβεῖς
ὅτι οὐ μετά ἀλόγων ζώων, ὡς αὐτοί, παράταξιν ἔχουσιν, ἀλλά μετά κυρίων
καί αὐθέντων αὐτῶν καί ἀπογόνων Ἑλλήνων καί 'Ρωμαίων. Οἴδατε καλῶς ὅτι ὁ
δυσσεβῆς αὐτός ὁ ἁ μηρᾶς καί ἐχθρός τῆς ἁγίας ἡμῶν πίστεως
χωρίς εὐλόγου αἰτίας τινός τήν ἀγάπην ἥν εἴχομεν ἔλυσεν, καί τούς ὅρκους
αὑτοῦ τούς πολλούς ἠθέτησεν ἀντ' οὐδενός λογιζόμενος, καί ἐλθών
αἰφνιδίως φρούριον ἐποίησεν ἐπί τό στενόν τοῦ Ἀσωμάτου, ἵνα καθ' ἑκάστην
ἡμέραν δύνηται βλάπτειν ἡμᾶς. Τούς ἀγρούς ἡμῶν καί κήπους καί
παραδείσους καί οἴκους ἤδη πυριαλώτονς ἐποίησε· τούς ἀδελφούς ἡμῶν τούς
Χριστιανούς, ὅσονς εὗρεν, ἐθανάτωσε καί ἠχμαλώτευσε τήν φιλίαν ἡμῶν
ἔλυσε. Τούς δε τοῦ Γαλατᾶ ἐφιλίωσε, καί αὐτοί χαίρονται, μή εἰδότες καί
αὐτοί οι ταλαίπωροι τόν τοῦ γεωργοῦ παιδός μῦθον, τοῦ ἑψήνοντος τούς
κοχλίας καί εἰπόντος ὦ ἀνόητα ζῶα καί τά ἐξῆς. Ἐλθών οὖν, ἀδελφοί, ἡμᾶς
ἀπέκλεισε, καί καθ' ἑκάστην τό ἀχανές αὐτοῦ στόμα χάσκων, πῶς εὕρῃ
καιρόν ἐπιτήδειον ἵνα καταπίῃ ἡμᾶς καί τήν πόλιν ταύτην, ἥν ἀνήγειρεν ὁ
τρισμακαριστός καί μέγας βασιλεύς Κωνσταντῖνος ἐκεῖνος, καί τῇ πανάγνῳ
τε καί ὑπεράγνῳ δεσποίνι ἡμῶν θεοτόκῳ καί ἀειπαρθένῳ Μαρίᾳ ἀφιέρωσεν
καί ἐχαρίσατο τοῦ κυρίαν εἶναι καί βοηθόν καί σκέπην τῇ ἡμετέρᾳ πατρίδι
καί καταφυγών τῶν Χριστιανῶν, ἐλπίδα καί χαράν πάντων τῶν Ἑλλήνων, τό
καύχημα πάσι τοῖς οὖσιν ὑπό τήν τοῦ ἡλίου ἀνατολήν. Καί οὖτος ὁ ἀ σεβέστατος
τήν ποτέ περιφανῆ καί ὀμφακίζουσαν ὡς ρόδον τοῦ ἀγροῦ βούλεται ποιῆσαι
ὑπ' αὐτόν. Ἡ ἐδούλωσε σχεδόν, δύναμαι εἰπεῖν, πάσαν τήν ὑφ' ἥλιον, καί
ὑπέταξεν ὑπό τούς πόδας αὐτῆς Πόντον καί Ἀρμενίαν, Περσίαν καί
Παμφλαγονίαν, Ἀμαζόνας καί Καππαδοκίαν, Γαλατίαν καί Μηδίαν, Κολχούς καί
Ἴβηρας, Βοσφοριανούς καί Ἀλβανούς, Συρίαν καί Κιλικίαν καί
Μεσοποταμίαν, Φοινίκην καί Παλαιστίνην, Ἀραβίαν τε καί Ἰουδαίαν,
Βακτριανούς καί Σκύθας, Μακεδονίαν καί Θετταλίαν, Ἑλλάδα, Βοιωτίαν,
Λοκρούς καί Αἰτωλούς, Ἀκαρνανίαν, Ἀχαΐαν καί Πελοπόννησος, Ἤπειρον καί
τό Ἰλλνρικόν, Λυχνίτας κατά τό Ἀνδριατικόν, Ἰταλίαν, Τ ου σκίνους,
Κελτούς καί Κελτογαλάτας, Ἰβηρίαν τε καί ἕως τῶν Γαδείρων, Λιβύαν καί
Μαυριτανίαν καί Μαυρουσίαν, Αἰθιοπίαν, Βελέδας, Σκούδην, Νουμιδίαν καί
Ἀφρικήν καί Αἴγυπτον, αὐτός τά νῦν βούλεται δουλῶσαι, καί τήν
κνριεύουσαν τῶν πόλεων ζυγῷ ὑποβαλεῖν καί δουλείᾳ, καί τάς ἁγίας
ἐκκλησίας ἡμῶν, ἔνθα ἐπροσκυνεῖτο ἡ ἁγία τριάς καί ἐδοξολογεῖτο τό
πανάγιον, καί ὅπου οἱ ἄγγελοι ἠκούοντο ὑμνεῖν τό θεῖον καί τήν ἔνσαρκον
τοῦ θεοῦ λόγου οἰκονομίαν, βούλεται ποιῆσαι προσκύνημα τῆς αὑτοῦ
βλασφημίας καί τοῦ φληναφοῦ αὐτοῦ ψευδοπροφήτου Μωάμεθ, καί
κατοικητήριον ἀλόγων καί καμήλων. Λοιπόν, ἀδελφοί καί συστρατιῶται, κατά
νοῦν ἐνθυμήθητε ἵνα τό μνημόσυνον ὑμῶν καί ἡ μνήμη καί ἡ φήμη καί ἡ
ἐλευθερία αἰωνίως γενήσηται>.
Και στραφείς πρός τούς Ἑνετούς ἐν τοῖς
δεξιοῖς μέρεσιν ἱσταμένους ἔφη: <Ἑνετοί εὐγενεῖς, ἀδελφοί ἠγαπημένοι
ἐν Χριστῷ τῷ θεῷ, ἄνδρες ἱσχυροί καί στρατιῶται δυνατοί καί ἐν πολέμοις
δοκιμώτατοι. Οἱ διά τῶν ἐστιλβωμένων ὑμῶν ρομφαίων καί χάριτος πολλάκις
πλῆθος τῶν Ἀγαρηνῶν ἐθανατώσατε, καί τό αἷμα αὐτῶν ποταμειδῶς ἐκ τῶν
χειρῶν ὑμῶν ἔρρευσε, τῇ σήμερον παρακαλῶ ὑμᾶς ἵνα τήν πάλιν ταύτην τήν
εὑρισκομένην ἐπί τοσαύτῃ συμφορᾷ τοῦ πολέμου ὁλοψύχως καί ἐκ μέσου ψυχῆς
γένητε ὑπερασπισταί. Οἴδατε γάρ καλῶς, καί δευτέραν πατρίδα καί μητέρα
αὐτήν ἀενάως εἴχετε·διό καί ἐκ δευτέρου πάλιν λέγω καί παρακαλῶ ἵνα ἐν
αὐτῇ ὥρα ὡς φιλόπιστοί τε καί ὁμόπιστοι καί ἀδελφοί ποιήσητε>. Εἶτα
στραφείς ἐν τοῖς ἀριστεροῖς μέρεσι λέγει τοῖς Λιγουρίταις: <Ὦ
Λιγουρῖται, ἐντιμότατοι ἀδελφοί, ἄνδρες πολεμισταί καί μεγαλοκάρδιοι καί
φημιστοί, καλῶς οἴδατε καί γινώσκετε ὅτι ἡ δυστυχής αὕτη πόλις πάντοτε
οὐκ ἐμοί μόνον ὑπῆρχεν, ἀλλά καί ὑμῖν διά πολλά τινα αἴτια. Ὑμεῖς μέν
πολλάκις μετά προθυμίας αὐτή ἐβοηθήσατε, καί συνδρομή ὑμετέρα ἐλυτρώσατε
ἀπό τῶν Ἀγαρηνῶν τῶν αὐτής ἐναντίων. Τά νῦν πάλιν ὁ καιρός ἐστιν
ἐπιτήδειος ἵνα δείξητε εἰς βοήθειαν αὐτῆς τήν Χριστῷ ἀγάπην καί ἀνδρίαν
καί γενναιότητα ὑμῶν>. Καί πληθυντικῶς στραφείς πρός πάντας εἶπεν:
<Οὐκ ἔχω καιρόν εἰπεῖν ὑμῖν πλείονα. Μόνον τό τεταπεινωμένον ἡμέτερον
σκῆπτρον εἰς τάς ὑμῶν χείρας ἀνατίθημι, ἵνα αὐτό μετ' ἐννοίας φυλάξητε.
Παρακαλῶ δε καί τοῦτο καί δέομαι τῆς ὑμετέρας ἀγάπης, ἵνα τήν πρέπουσαν
τιμήν καί ὑποταγήν δώσητε τοῖς ὑμετέροις στρατηγοῖς καί δημάρχοις καί
ἑκατοντάρχοις, ἕκαστος κατά τήν τάξιν αὐτοῦ καί τάγμα καί ὑπηρεσίαν.
Γνωρίσατε δη τοῦτο. Καί ἐάν ἐκ καρδίας φυλάξητε τά ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν,
ἐλπίζω εἰς θεόν ὡς λυτρωθείημεν ἡμεῖς τῆς ἐνεστώσης αὐτοῦ δικαίας
ἀπειλῆς. Δεύτερον δε καί ὁ στέφανος ὁ ἀδαμάντινος ἐν οὐρανοῖς
ἐναπόκειται ὑμῖν, καί μνήμη αἰώνιος καί ἄξιος ἐν τῷ κόσμῳ ἔσεται>.
Καί ταῦτα εἰπών καί τήν δημηγορίαν τελέσας καί μετά δακρύων καί
στεναγμῶν τόν θεόν εὐχαριστήσας, οἱ πάντες ὡς ἐξ ἑνός στόματος
ἀπεκρίναντο μετά κλαυθμόν λέγοντες <ἀποθάνωμεν ὑπέρ τῆς Χριστοῦ
πίστεως καί τῆς πατρίδος ἡμῶν>. Ἀκούσας δε ὁ βασιλεύς καί
πλεῖστα εὐχαριστήσας καί πλείστας δωρεῶν ἐπαγγελίας αὐτοῖς ἀπηγγείλατο.
Εἶτα πάλιν λέγει: <Λοιπόν, ἀδελφοί καί συστρατιῶται, ἕτοιμοι ἔστε τῷ
πρωΐ. Χάριτι καί ἀρετῇ τῇ παρά τοῦ θεοῦ ὑμῖν δωρηθείσῃ, καί συνεργούσης
τῆς ἁγίας τριάδος, ἐν ᾗ τήν ἐλπίδα πᾶσαν ἀνεθέμεθα, ποιήσωμεν τούς
ἐναντίους μετά αἰσχύνης ἐκ τῶν ἐντεῦθεν κακῶς ἀναχωρήσωσιν» (14).
Η δευτέρα διατύπωσις της δημηγορίας του
Κωνσταντίνου του ΙΑ' του Παλαιολόγου οφείλεται εις τον Λεονάρδον τον
Χίον, καθολικόν αρχιεπίσκοπον της Μυτιλήνης, όστις εις την μακράν προς
τον πάπαν, υπό ημερομηνίαν 15ης Αυγούστου 1453, έκθεσίν του εις
λατινικήν γλώσσαν, εν τη οποία περιγράφει τα αφορώντα εις την άλωσιν της
Κωνσταντινουπόλεως, αναφέρει λεπτομερώς τα κατά την τελευταίαν νύκτα
της ψυχορραγούσης πρωτευούσης (15). Ο Λεονάρδος έγραψε την έκθεσίν του
ολίγον μετά την άλωσιν, πρέπει δε να σκεφθώμεν ότι οι λόγοι του
αυτοκράτορος παρέμενον ακόμη ζωηροί εις την μνήμην του. Η διατύπωσις του
Λεονάρδου, πολύ βραχυτέρα της του Σφραντζή και ολιγώτερον εκείνης
υπερήφανος και συγκινητική, έχει ως εξής:
«Itaque nostram spem totam in Deo
ponentes, constitum certaminis diem confortati vigorosius exspectabamus:
propter quod ascitis senatu, baronibus, belli capitaneis et
commilitonibus ab imperatore universis, sermo talis habitus est:
<Quoniam, viri nobiles, militiae illustres duces, vosque commilitones
Christianissimi, appropinquantem certaminis horam conspicimus
constituendos vos hoc in loco proposui, ut plane siquidem intelligatis
constantian vestram magis firmandam, utpote qui gloriose semper adversos
hostes Christi dimicastis, iam patriam urbemque toto orbe perinclytam
quam infidus invidusque Teucrus duos et quinquaginta dies coangustavit,
vestris altis spiritibus commissam habeatis, neque vos muri, mole
ingentis lapidis ab hoste contriti exterreant: quoniam totavis in Dei
praesidio, in lacertisque vestris vibratis excussisque gladiis in hostes
excerceda est. Scio indoctam illam multitudinem ex more magnis
congressuram ululatibus infinitisque a longe sagitiis, non personas
nostras, quas iam strenue armatas conspicio, sed murum, thoraces ac
scuta nostra impetere. Neque ergo more equorum quos Phoeni dum adversus
Romanos decertarent, per elephantorum in visam horribilitatem seterrere
voluerunt, ululatibus eorumdem, hac in pugna consternandi estis, aut
fugandi, quim potius animandi ut hercule constantius resistatis. Bestiae
enim fugantur abestiis, vos, qui homines estis magnanimi, bestias illas
viriliter sustinebitis, in eosque veluti agrestes apros lanceas
mucronesque vestros figetis ut intelligant, cum animalium dominis, non
cum animalibus, eos bellaturos. Cognoscitis, quod impius et infidus
hostis pacem nostram injuste perturbavit ; jusjurandum et foedus inetr
nos pactum violavit ; colonos nostros messis tempore interfecit ;
coloniam depopulavit ; castrum, quod quasi ad vorandum Christianos sit,
in Propontide aedificavit, Galatamque simulatione pacis circumdedit.
Minatur nunc Constantini Magni urben, patriam vestram, profugum
Christianorum auxilium, et omnium Graecorum tutamentum capere:et sacra
Dei templa equinis stabulis profanare. O barones mei, o fratres, o
filii, Christianorum aeternum decus defensare curetis ! Vosque
Genuenses, viri quidem magni cordis, et inclyti, qui infinitis victoriis
triumphastis, qui urbem hanc matrem vestram multis adversus Turcos
certaminibus semper protexistis, eia agite, robur vestrum
animositatemque contra eos viriliter ostendatis. O Veneti, viri
potentissimi, quorum gladio saepenumero Tircorum sanguis effunditur,
quique uti vestram hanc urbem ingenuis et magnis viris decorastis,
extollatis nunc celsos animos ad certamen. Vosque, commilitones, vestris
praefectis omnem odedientiam exhibentes, intelligite, quod hic dies est
gloriae vestrae: in quo si sanguinis guttam fuderitis, coronam vobis
martyrii et gloriam parabitis immortalem>.
Itamque finito sermone omnis
Christianorum coetus constantem se animum habere spopondit. Repetit
imperator : <Estote igitur omnes in actu virtute parati in crastinum,
quo, Deo favente, uti speramus, victoriam consequentur> (16).
Εις τας μέχρι τούδε γνωστάς δύο αυτάς
διατυπώσεις της δημηγορίας, προστίθεται τώρα και τρίτη, περιεχόμενη εν
τω Χρονικώ περί των Τούρκων σουλτάνων, γραφέντι εις δημώδη γλώσσαν παρ'
αγνώστου Χρονογράφου, και σωζόμενη εν τω υπ' αριθ. 111 Βαρβερινώ
ελληνικώ κώδικι της Βατικανής βιβλιοθήκης (17). Το Χρονικόν τούτο
ακολουθεί κατά κανόνα διαφόρους πηγάς, και ειδικώτερον, δια μεν την
υπόλοιπον αφήγησιν των γεγονόνων την Ιστορίαν του Χαλκοκονδύλη
(εννοείται μέχρι του πέρατος αύτης), δια δε την περιγραφήν της αλώσεως
την έκθεσιν του Λεονάρδου του Χίου. Ούτω και η περιγραφή της όλης
προετοιμασίας κατά τηήν παραμονήν της αλώσεως, ως και η δημηγορία του
Παλαιολόγου ακολουθούν πιστώς, εις τίνα δε σημεία αποτελούν
απλήν μετάφρασιν της εκθέσεως του Λεονάρδου, εξαιρουμένων ολίγων χωρίων,
εις τα οποία ο Χρονογράφος είναι συντομώτερος του προτύπου του. Κατά
τον Βαρβερινόν κώδικα, το κείμενον της δημηγορίας έχει ως εξής:
«Τότε ἔκραξε ὁ βασιλεύς ὅλους τούς
ἄρχοντες καί τούς καπετανέους καί ὅλους τούς ἄνδρες τοῦ πολέμου καί τούς
ἐπίλοιπους τῆς χώρας καί εἶπε τούς λόγους ετούτους, λέγοντας:
<Θεωρῶ, ἀδελφοί μου ἄρχοντες καί καπετάνοι καί ἐσεῖς ὁ ἐπίλοιπος
λαός, ὁπού καρτεροῦμε τήν ἡμέραν τοῦ πολέμου, ἐσεῖς ὁπού πάντα ἐπολεμᾶτε
τούς ἐχθρούς τῶν χριστιανῶν ἀνδρειωμένα, σᾶς ἔναι παραδομένη ἡ πατρίδα
σας ἡ εὐγενική, ὁπού ὁ φθονερός Τοῦρκος ὁ σουλτάν Μεχεμέτης, ὁπού ἔχει
σήμερα πενήντα δύο ἡμέρες ὁπού μᾶς πολεμᾶ μέρα καί νύκτα. Καί τό
περισσότερο, ὁπού εἶναι τά τειχία μας χαλασμένα καί ἐρρίχνασι λιθάρια
καί πλῆθος σαΐττες ἁπάνω σας καί ἐσεῖς, μέ τήν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ, τίς
ἐμποδίζετε καί τούς ἐρρίχνετε κάτω. Λοιπόν ἐλπίζω εἰς τόν Θεό καί εἰς τά
χέρια σας τά ἀ νδρειωμένα μέ τά ἅρματά σας, ὅτι ἐκεῖνο τό
πλῆθος τῶν Τουρκῶν, τῶν ἀγρίων καί βαρβάρων, ὁπού τρέχουνε μέ μεγάλες
φωνές καί ἀπετοῦσι ἀμέτρητες σαΐττες, οἱ ὁποῖες δέν σᾶς
βλάβουνε ποςῶς, διατί ἔχετε ἅρματα σιδερά καί καλά σκουτάρια. Καί διά
τοῦτο μή δειλιάσετε, ἀδελφοί μου, ἀπό τους ἐχθρούς · καί
κάμει χρεία νά εἶστε θαρσεῖς καί ἀνδρείοι, διατί αὐτοί οἱ ἐχθροί εἶναι
ζῶα, καί ἕνας ἄνθρωπος διώχνει πολλά ζῶα. Ὄντως νά τούς ἀποδιώχνετε ὡσάν
ζῶα, διατί καί ὁ αὐτός ὁ σουλτάνος ἔκαμε ὡσάν ζῷ ὁπού ἔναι, ὁπού εἴχαμε
ἀγάπη μέ ὅρκον καί ἄφησε τόν ὅρκον του καί ἄφησε τήν ἀγάπη καί ἔκαμε
ἀμάχη ἄδικη. Καί ἔδραμε ἀπό τήν Ἀνδριανούπολι καί ἔκαμε ὡσάν τό ζῷ καί
ἦρθε εἰς τά χωρία μας καί ἐκατάσφαξε τούς χωριάτες μας, ὁπού
ἐκατοικούσανε ὄξω εἰς τόν καιρό ὁπού ἐθερίζανε, καί ἐσκλάβωσε πολλούς.
Καί τώρα πολεμᾷ τήν Πόλι, ὁπού τήν ἔκτισε ὁ μέγας Κωνσταντῖνος καί ἤτονε
τέντα καί σκεπός τῆς πατρώας καί βοήθεια τῶν χριστιανῶν καί
δύναμι τῶν Ρωμαίων καί τώρα βούλεται νά χαλάσῃ τήν βασιλεία μας καί νά
τζαλοπατήσῃ καί τήν ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, νά τήνε κάμῃ στάβλος τῶν
ἀλόγων του. Ὦ ἄρχοντες, ὦ καπετάνοι ἀδελφοί μου, ὦ παιδία παλληκάρια τοῦ
Χριστοῦ, πασκίσετε καί πολεμήσετε νά κληρονομήσετε τήν βασιλεία τῶν
οὐρανῶν. Καί ἐσεῖς, ὦ ἀδελφοί Γενουβήσοι ἀνδρειωμένοι, ὁπού ἐνικήσετε
πολλούς πολέμονς καί εἶστε πάντα σας βοηθοί εἰς τήν βασιλείαν τῆς Πόλης,
τῆς μητέρας σας, εἰσέ πολλούς πολέμους τῶν Τούρκων καί τούς ἐνικᾶτε. Ὦ
Βενετζάνοι ἀδελφοί, δείξετε τήν ἀνδρεία σας μέ τά σπαθιά σας, ὁπού
πολλές βολές ἐχύσετε τό αἷμας τῶν Τούρκων ὁπού θυμοῦμαι ὁ Λουρδάνος,
τζιντιλόμος Βενετζάνος, ὁπού ἤτονε καπετάνιος τζενεράλες εἰς τήν ἁρμάδα
σας, καί ἐπολέμησε μέ τά κάτεργα τῶν ἐχθρῶν καί τά ἐκαταχάλασε. Λοιπόν
καί ἐ σεῖς ὁ πού εὑρέθητε ἐδῶ, ζωστῆτε τά σπαθιά σας εἰσέ
τοῦτον τόν τιμημένον πόλεμον διά νά τιμηθῆτε ἐκ Θεοῦ καί ἀνθρώπων. Καί
ἐσεῖς, ὁ ἐπίλοιπος λαός ὁπού μέλλει νά πολεμήσετε, νά ὑποτάσσεστε τούς
καπετανέους σας καί τούς μεγαλύτερους. Καί βάλετε καλά εἰς τό νοῦ σας
ὅτι ἐτούτη ἡ μέρα ἔναι ὁπού μέλλει νά τιμηθῆτε, διατί, ἄν ἐσεῖς χάσετε
μία στάλα αἷμας, θέλετε λάβει τό στέφανο τοῦ μαρτυρίου ὁπού εἶναι
ἀτελεύτητον>.
Καί ἔσωοε καί ἐτελείωσε ὁ βασιλεύ τήν
ὁμιλίαν του. Ἀκόμη εἶπε καί τοῦτο: <Ἐτοιμαστῆτε τήν αὔριον, ὁπού ἔναι
ἡ ἡμερα τοῦ πολέμου» (18) .
Δια των υπερήφανων λόγων, τους οποίους ο
τελευταίος Παλαιολόγος απηύθυνε κατά τας κρίσιμους εκείνας στιγμάς,
αίτινες προηγήθησαν της αλώσεως, ηθέλησε τους μεν συμπολεμιστάς του να
τονώση, εις δε τους επιγόνους να αφήση πολύτιμον υποθήκην θρησκευτικής
και εθνικής πίστεως και αξιοπρέπειας.
Εν πρώτοις ο αυτοκράτωρ επεσήμανε τον
επικρεμάμενον επί της πόλεως κίνδυνον, τονίσας ότι ο εχθρός, καραδοκών
από μακρού, ετοιμάζεται να καταφέρη υπούλως κατά της βασιλευούσης τα
τελευταία πλήγματα. Δια τούτο αυτοί πρέπει να αντισταθούν μέχρις
εσχάτως, ως δε κατά το παρελθόν, να έχουν ευψυχίαν και θάρρος. Ο
Σφραντζής μάλιστα αναφέρει ότι ο ομιλητής υπέμνησε κατ' εξοχήν τέσσαρα
ιδεώδη, δια τα οποία πρέπει να είναι πρόθυμοι να θυσιασθούν, ήτοι την
θρησκείαν, την πατρίδα, τον βασιλέα και τέλος τους συγγενείς και φίλους,
υπογραμμίσας την αξίαν και την σημασίαν ενός εκάστου εξ αυτών.
Εν συνεχεία ο αυτοκράτωρ ανέφερεν ότι κατά το
παρελθόν ο εχθρός επανειλειμμένως επέδραμε κατά της πόλεως με ισχυράς
δυνάμεις και άφθονα υλικά μέσα, αλλ' ουδέν επέτυχε χάρις εις την θείαν
επέμβασιν και την τόλμην των αμυνομένων. Υπενθύμισεν εις τους ακροατάς
του, ότι είναι απόγονοι μεγάλων ηρώων της αρχαίας Ελλάδος και της Ρώμης
και, καλών αυτούς να φανούν αντάξιοι εκείνων, παρέσχε πρακτικάς οδηγίας
ως προς τα μέσα και τον τρόπον της αμύνης (19). Και το τμήμα τούτο
απαντά μόνον παρά τω Σφραντζή, ενώ ουδέν αναγράφουν σχετικώς ο Λεονάρδος
ο Χίος καί ο πιστώς ακολουθών τούτον άγνωστος Χρονογράφος του
Βαρβερινού κωδικός. Ο αυτοκράτωρ συνεχίζων, ίνα τονώση το φρόνημα των
πολεμιστών, λέγει ότι δεν πρέπει να πτοηθούν από τα ισχυρά και
εντυπωσιακά μέσα του εχθρού, διότι ουχί αυτά, αλλ' η ευψυχία των
αγωνιζομένων φέρει την νίκην και προσθέτει ότι οι επιδρομείς αποτελούν
αγέλην ζώων, την οποίαν ολίγοι γενναίοι αρκούν ίνα τρέψουν εις φυγήν.
Κακίζει επίσης τον εχθρόν, όστις άνευ
αφορμής, παραβαίνων όρκους και συνθήκας, επετέθη αιφνιδίως και, αφού
επέτυχε να γίνη κύριος πολλών χωρών και να επεκτείνη την κυριαρχίαν του
εις πολλάς επαρχίας, ζητεί να καταλάβη και την πρωτεύουσαν, ίνα μεταβάλη
ταύτην μεν εις στάβλον των ίππων του, τας δε εκκλησίας εις τεμένη του
Προφήτου. Ο Σφραντζής απαριθμεί ονομαστί τας κατακτήσεις του σουλτάνου,
ενώ ο Λεονάρδος και ο Χρονογράφος παραλείπουν το τμήμα τούτο.
Μετά τους Έλληνας, ο αυτοκράτωρ προσεφώνησε
τους ξένους, Ενετούς και Γενουάτας, υπενθυμίζων δε τους παλαιοτέρους
αγώνας και τας νίκας των, προσεκάλεσεν αυτούς να πολεμήσουν και πάλιν
υπέρ της πίστεως. Ο Σφραντζής προτάσσει τους λόγους προς τους Ενετούς
και επιτάσσει τους προς τους Γενουάτας, ενώ ο Λεονάρδος και ο
Χρονογράφος αντιστρέφουν την σειράν.
Τελευτών ο αυτοκράτωρ, είπεν ότι, αν οι
αγωνισταί συμμορφωθούν προς τους λόγους του και αγωνισθούν σθεναρώς,
τους αναμένει η αΐδιος δόξα και η αιωνία μνήμη.
Αι δύο διατυπώσεις της δημηγορίας, αίτινες
εγράφησαν κατ' έννοιαν, φυσικά βραδύτερον ως διετήρησεν αυτάς η μνήμη
των δύο ιστορικών, είναι συγγενείς και περιέχουν τας αυτάς βασικάς
ιδέας, εις τίνα δε σημεία συμπίπτουν και εις την έκφρασιν. Είναι βέβαιον
ότι πρώτος ο Λεονάρδος διετύπωσε την δημηγορίαν, ταύτην δε είχεν υπ'
όψιν του ο Σφραντζής κατά την αναγραφήν του ιδικού του κειμένου.
Μετέβαλε σημεία τίνα και προσέθεσεν ολίγα χωρία, είτε ενθυμούμενος ταύτα
ακριβέστερον του Λεονάρδου είτε και συμπληρών εξ ιδίας πρωτοβουλίας
τους λόγους του κυρίου του. Οπωσδήποτε αμφότεροι συμφωνούν εις την
κρίσιν, ότι η δημηγορία του αυτοκράτορος υπήρξεν εξόχως ενδιαφέρουσα και
επιβλητική κατά τας κρίσιμους εκείνας στιγμάς, καθ' ας διεκυβεύετο η
μοίρα της αυτοκρατορίας.
Το φυσικόν περιβάλλον καθίστα περισσότερον
επιβλητικούς τους λόγους του αυτοκράτορος. Η εσπέρα της 28ης Μαΐου, καθά
αναφέρει το Σλαβονικόν Χρονικόν, ήτο σκοτεινή και νεφελώδης, ενώ η
επερχόμενη καταθλιπτική νυξ ευρίσκετο εν πλήρει αρμονία προς την ψυχικήν
κατάστασιν των πολιορκουμένων. Η φωνή του μάρτυρος αρχηγού, σοβαρά και
συγκεκινημένη, εύρεν απήχησιν ως βάλσαμος παρηγοριάς εις τας τραγικώς
δοκιμαζομένας ψυχάς των πολεμιστών. Εις τας καρδίας των ηρώων εκείνων,
οίτινες, τονωθέντες από την προσευχήν και τας λιτανείας, είχον λάβει
πλέον την απόφασιν να ζήσουν ελεύθεροι ή να θυσιασθούν υπέρ της πίστεως
και της πατρίδος, οι λόγοι του τελευταίου αυτοκράτορος προεκάλεσαν
βαθυτάτην συγκίνησιν. Την απογοήτευσιν διεδέχετο η αποφασιστικότης, τον
φόβον η έλπίς. «Ἀκούσαντες δε οἱ δυστυχεῖς 'Ρωμαῖοι -γράφει ο Σφραντζής- καρδίαν
ὡς λέοντες ἐποίησαν, καί ἀλλήλοις συγχωρηθέντες ἤτουν εἰς τῷ ἑτέρω
καταλλαγῆναι, καί μετά κλαυθμοῦ ἐνηγκαλίζοντο, μήτε φιλτάτων τέκνων
μνημονεύοντες οὔτε γυναικών ἤ πλούτου φροντίζοντες, εἰ μή μόνον τοῦ
ἀποθανεῖν ἵνα τήν πατρίδα φυλάξωσι. Καί ἕκαστος ἐν τῷ διατεταγμένῳ τόπῳ
ἐπανέστρεψε, καί ἀσφαλῶς ἐποίουν ἐν τοῖς τείχεσι τήν φυλακήν» (20).
Ο αυτοκράτωρ μετέβη εις τον ναόν της Αγίας
Σοφίας, ίνα μεταλάβη της θείας κοινωνίας και αναπέμψη τας τελευταίας
αυτού ικεσίας προς τον Θεόν. Και αφού έζήτησε παρά πάντων συγγνώμην και
εχαιρέτισε τους πιστούς συνεργάτας, απήρχετο την οδόν του μαρτυρίου την
άγουσαν προς τον Γολγοθάν, την τιμήν και την δόξαν (21).
...."ΠΑΛΙ ΜΕ ΧΡΟΝΟΥΣ ΜΕ ΚΑΙΡΟΥΣ ΠΑΛΙ ΔΙΚΙΑ ΜΑΣ ΘΑΝΑΙ"........
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου